Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbottàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [abbotˈtare]

1 εξογκώνω
2 φουσκώνω

abbottàrsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [abbotˈtarsi]

1 μπουχτίζω
2 πρήζομαι
3 μπουκώνομαι
4 παραχορταίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abborraccione abbottonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abborracciato (επίθ.)
abborracciatore (ουσ αρσ )
abborracciatura (θηλ.ουσ)
abborraccio (ουσ αρσ )
abborraccione (ουσ αρσ )
abbottare (ρ. μτβ.)
abbottarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbottonare (ρ. μτβ.)
abbottonarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbottonato (επίθ.)
abbottonatura (θηλ.ουσ)
abbozzacchiare (ρ. μτβ.)
abbozzare (ρ.αμτβ.)
abbozzata (θηλ.ουσ)
abbozzaticcio (επίθ.)
abbozzo (ουσ αρσ )
abbozzolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbracciaboschi (ουσ αρσ )
abbracciabosco (ουσ αρσ )
abbracciafusto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---