Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbozzolàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbottsoˈlarsi]

1 κουλουριάζομαι
2 γίνομαι μια μπάλα
3 συσσωματώνομαι
4 υποκλίνομαι
5 σκύβω δουλικά
6 μένω μέσα στο σπίτι
7 γίνομαι αδέξιος και χαζός σε τρόπους
8 συνενώνομαι σε μια μάζα
9 σχηματίζω μπάλα
10 συσπειρώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbozzo abbracciaboschi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbozzacchiare (ρ. μτβ.)
abbozzare (ρ.αμτβ.)
abbozzata (θηλ.ουσ)
abbozzaticcio (επίθ.)
abbozzo (ουσ αρσ )
abbozzolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbracciaboschi (ουσ αρσ )
abbracciabosco (ουσ αρσ )
abbracciafusto (επίθ.)
abbracciamento (ουσ αρσ )
abbracciare (ρ. μτβ.)
abbracciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbracciata (θηλ.ουσ)
abbracciatutto (ουσ αρσ )
abbraccio (ουσ αρσ )
abbraccione (ουσ αρσ )
abbraccioni (επίρ.)
abbracciucchiare (ρ. μτβ.)
abbrancare (ρ. μτβ.)
abbrancarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---