Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbracciatùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ab,bratʧaˈtutto]

αυτός που αποδέχεται όλα τα βάρη ή τους μπελάδες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbracciata abbraccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbracciafusto (επίθ.)
abbracciamento (ουσ αρσ )
abbracciare (ρ. μτβ.)
abbracciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbracciata (θηλ.ουσ)
abbracciatutto (ουσ αρσ )
abbraccio (ουσ αρσ )
abbraccione (ουσ αρσ )
abbraccioni (επίρ.)
abbracciucchiare (ρ. μτβ.)
abbrancare (ρ. μτβ.)
abbrancarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbreviamento (ουσ αρσ )
abbreviare (ρ.αμτβ.)
abbreviatamente (επίρ.)
abbreviativo (επίθ.)
abbreviato (αρσ. επίθ και ουσ)
abbreviatore (αρσ. επίθ και ουσ)
abbreviatura (θηλ.ουσ)
abbreviazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---