Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbreviàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [abbreˈvjato]

1 επίτομος
2 ευσύνοπτος
3 συγκεφαλαιωτικός
4 περιληπτικός
5 συνοπτικός
6 συντετμημένος
7 βραχύς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbreviativo abbreviatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbrancarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbreviamento (ουσ αρσ )
abbreviare (ρ.αμτβ.)
abbreviatamente (επίρ.)
abbreviativo (επίθ.)
abbreviato (αρσ. επίθ και ουσ)
abbreviatore (αρσ. επίθ και ουσ)
abbreviatura (θηλ.ουσ)
abbreviazione (θηλ.ουσ)
abbriccagnolo (ουσ αρσ )
abbriccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbrivare (ρ.αμτβ.)
abbrivo (ουσ αρσ )
abbronzante (ουσ αρσ και θηλ.)
abbronzante (επίθ.)
abbronzare (ρ. μτβ.)
abbronzarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbronzaticcio (επίθ.)
abbronzato (επίθ.)
abbronzatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---