Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbronzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [abbronˈdzare]

μαυρίζω (στον ήλιο)

abbronzàrsi  
ρήμα μέσο μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbronˈdzarsi]

μαυρίζω στον ήλιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbronzante abbronzaticcio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbriccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbrivare (ρ.αμτβ.)
abbrivo (ουσ αρσ )
abbronzante (ουσ αρσ και θηλ.)
abbronzante (επίθ.)
abbronzare (ρ. μτβ.)
abbronzarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbronzaticcio (επίθ.)
abbronzato (επίθ.)
abbronzatura (θηλ.ουσ)
abbronzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbruciacchiamento (ουσ αρσ )
abbruciacchiare (ρ. μτβ.)
abbruciamento (ουσ αρσ )
abbruciare (ρ. μτβ.)
abbrumare (ρ.αμτβ.)
abbrunare (ρ. μτβ.)
abbrunarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbrunato (επίθ.)
abbrunire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---