Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbrìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abˈbrivo]

1 απόπλους
2 ορμή
3 πρόοδος
4 σαλπάρισμα
5 αρχική ταχύτητα
6 κίνηση προς τα εμπρός
7 εκκίνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbrivare abbronzante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbreviatura (θηλ.ουσ)
abbreviazione (θηλ.ουσ)
abbriccagnolo (ουσ αρσ )
abbriccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbrivare (ρ.αμτβ.)
abbrivo (ουσ αρσ )
abbronzante (ουσ αρσ και θηλ.)
abbronzante (επίθ.)
abbronzare (ρ. μτβ.)
abbronzarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbronzaticcio (επίθ.)
abbronzato (επίθ.)
abbronzatura (θηλ.ουσ)
abbronzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbruciacchiamento (ουσ αρσ )
abbruciacchiare (ρ. μτβ.)
abbruciamento (ουσ αρσ )
abbruciare (ρ. μτβ.)
abbrumare (ρ.αμτβ.)
abbrunare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---