abbrìvo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [abˈbrivo]
1 απόπλους
2 ορμή
3 πρόοδος
4 σαλπάρισμα
5 αρχική ταχύτητα
6 κίνηση προς τα εμπρός
7 εκκίνηση
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [abˈbrivo]
1 απόπλους
2 ορμή
3 πρόοδος
4 σαλπάρισμα
5 αρχική ταχύτητα
6 κίνηση προς τα εμπρός
7 εκκίνηση
permalink
abbrivo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android