Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbreviatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abbrevjaˈtura]

1 σύντμηση
2 συντόμευση
3 συντομογραφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbreviatore abbreviazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbreviare (ρ.αμτβ.)
abbreviatamente (επίρ.)
abbreviativo (επίθ.)
abbreviato (αρσ. επίθ και ουσ)
abbreviatore (αρσ. επίθ και ουσ)
abbreviatura (θηλ.ουσ)
abbreviazione (θηλ.ουσ)
abbriccagnolo (ουσ αρσ )
abbriccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbrivare (ρ.αμτβ.)
abbrivo (ουσ αρσ )
abbronzante (ουσ αρσ και θηλ.)
abbronzante (επίθ.)
abbronzare (ρ. μτβ.)
abbronzarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbronzaticcio (επίθ.)
abbronzato (επίθ.)
abbronzatura (θηλ.ουσ)
abbronzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbruciacchiamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---