Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbruciacchiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abbruʧakkjaˈmento] 1 ξήρανση 2 τσουρούφλισμα 3 καψάλισμα 4 κάψιμο επιπόλαιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |