Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbriccàgnolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abbrikˈkaɲolo] 1 αφορμή 2 προκάλυμμα 3 δικαιολογία 4 πρόσχημα 5 μυγοχάφτης (πτηνό γένους Certhia) 6 μυὶοθήρας (πτηνό γένους Certhia) 7 πρόφαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |