Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbozzàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbotˈtsare]

1 σκαριφώ
2 δίνω το περίγραμμα
3 περιγράφω γενικά
4 ιχνογραφώ
5 σχεδιάζω
6 σκιτσάρω
7 σκιαγραφώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbozzacchiare abbozzata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbottonare (ρ. μτβ.)
abbottonarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbottonato (επίθ.)
abbottonatura (θηλ.ουσ)
abbozzacchiare (ρ. μτβ.)
abbozzare (ρ.αμτβ.)
abbozzata (θηλ.ουσ)
abbozzaticcio (επίθ.)
abbozzo (ουσ αρσ )
abbozzolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbracciaboschi (ουσ αρσ )
abbracciabosco (ουσ αρσ )
abbracciafusto (επίθ.)
abbracciamento (ουσ αρσ )
abbracciare (ρ. μτβ.)
abbracciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbracciata (θηλ.ουσ)
abbracciatutto (ουσ αρσ )
abbraccio (ουσ αρσ )
abbraccione (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---