Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbottonàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abbottoˈnato]

1 σιωπηλός
2 περιορισμένος σε λόγια και πράξεις
3 λιγόλογος
4 κουμπωμένος
5 επιφυλακτικός
6 προσεχτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbottonarsi abbottonatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abborraccione (ουσ αρσ )
abbottare (ρ. μτβ.)
abbottarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbottonare (ρ. μτβ.)
abbottonarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbottonato (επίθ.)
abbottonatura (θηλ.ουσ)
abbozzacchiare (ρ. μτβ.)
abbozzare (ρ.αμτβ.)
abbozzata (θηλ.ουσ)
abbozzaticcio (επίθ.)
abbozzo (ουσ αρσ )
abbozzolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbracciaboschi (ουσ αρσ )
abbracciabosco (ουσ αρσ )
abbracciafusto (επίθ.)
abbracciamento (ουσ αρσ )
abbracciare (ρ. μτβ.)
abbracciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbracciata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---