Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abborracciatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [abborratʧaˈtura]

1 πρόχειρη και άτεχνη δουλειά
2 κακότεχνο μπάλωμα
3 αδέξιο και βιαστικό μερεμέτισμα
4 προχειρότητα
5 τσαπατσουλιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abborracciatore abborraccio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abborracciamento (ουσ αρσ )
abborracciare (ρ. μτβ.)
abborracciatamente (επίρ.)
abborracciato (επίθ.)
abborracciatore (ουσ αρσ )
abborracciatura (θηλ.ουσ)
abborraccio (ουσ αρσ )
abborraccione (ουσ αρσ )
abbottare (ρ. μτβ.)
abbottarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbottonare (ρ. μτβ.)
abbottonarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbottonato (επίθ.)
abbottonatura (θηλ.ουσ)
abbozzacchiare (ρ. μτβ.)
abbozzare (ρ.αμτβ.)
abbozzata (θηλ.ουσ)
abbozzaticcio (επίθ.)
abbozzo (ουσ αρσ )
abbozzolarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---