Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabborracciaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [abborratʧaˈmento] 1 ατεχνία 2 βιασύνη 3 προχειροδουλειά 4 τσαπατσουλιά 5 κακοτεχνία 6 βιαστική προχειροδουλειά 7 μπάλωμα τσαπατσουλιάς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |