Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abborraccìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abborratˈʧio]

1 επιπόλαιη και ρηχή γνώση
2 πασάλειμμα
3 επιπόλαιη επάλειψη
4 απόκτηση ελάχιστης γνώσης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abborracciatura abborraccione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abborracciare (ρ. μτβ.)
abborracciatamente (επίρ.)
abborracciato (επίθ.)
abborracciatore (ουσ αρσ )
abborracciatura (θηλ.ουσ)
abborraccio (ουσ αρσ )
abborraccione (ουσ αρσ )
abbottare (ρ. μτβ.)
abbottarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbottonare (ρ. μτβ.)
abbottonarsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
abbottonato (επίθ.)
abbottonatura (θηλ.ουσ)
abbozzacchiare (ρ. μτβ.)
abbozzare (ρ.αμτβ.)
abbozzata (θηλ.ουσ)
abbozzaticcio (επίθ.)
abbozzo (ουσ αρσ )
abbozzolarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbracciaboschi (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---