Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbordàbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abborˈdabile]

1 πρόσχαρος
2 καλομίλητος
3 προσιτός
4 γλυκομίλητος
5 ευπροσήγορος
6 φτηνός
7 λογικός σε τιμή
8 σε λογική τιμή
9 ανεκτός
10 καταδεχτικός
11 προσηνής
12 οικονομικά ανεκτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbonirsi abbordaggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbondevole (επίθ.)
abbondone (ουσ αρσ )
abbonimento (ουσ αρσ )
abbonire (ρ.αμτβ.)
abbonirsi (ρ.μ. (αντων.))
abbordabile (επίθ.)
abbordaggio (ουσ αρσ )
abbordare (ρ.αμτβ.)
abbordare (ρ. μτβ.)
abbordo (ουσ αρσ )
abborracciamento (ουσ αρσ )
abborracciare (ρ. μτβ.)
abborracciatamente (επίρ.)
abborracciato (επίθ.)
abborracciatore (ουσ αρσ )
abborracciatura (θηλ.ουσ)
abborraccio (ουσ αρσ )
abborraccione (ουσ αρσ )
abbottare (ρ. μτβ.)
abbottarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---