Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbondànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [abbonˈdantsa] η αφθονία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαin abbondanza = σε αφθονία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |