Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abbittàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [abbitˈtare]

δένω κάβο ή αλυσίδα σε δέστρα αποβάθρας ή πλοίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abbisognare abboccamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbiosciamento (ουσ αρσ )
abbiosciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
abbiosciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbisciare (ρ. μτβ.)
abbisognare (ρ.αμτβ.)
abbittare (ρ. μτβ.)
abboccamento (ουσ αρσ )
abboccare (ρ.αμτβ.)
abboccarsi (ρ.μ. (αντων.))
abboccato (επίθ.)
abboccatoio (ουσ αρσ )
abboccatura (θηλ.ουσ)
abbocconare (ρ. μτβ.)
abbonacciamento (ουσ αρσ )
abbonacciare (ρ.αμτβ.)
abbonacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbonamento (ουσ αρσ )
abbonare (ρ. μτβ.)
abbonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbonato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---