Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόabbittàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [abbitˈtare] δένω κάβο ή αλυσίδα σε δέστρα αποβάθρας ή πλοίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |