Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


abboccàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abbokˈkato]

1 εύγευστος (για κρασί)
2 ξέχειλος (για δοχείο)
3 αδηφάγος (για άνθρωπο)
4 γλυκερός (για κρασί)
5 γλυκούτσικος (για κρασί)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  abboccarsi abboccatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

abbisognare (ρ.αμτβ.)
abbittare (ρ. μτβ.)
abboccamento (ουσ αρσ )
abboccare (ρ.αμτβ.)
abboccarsi (ρ.μ. (αντων.))
abboccato (επίθ.)
abboccatoio (ουσ αρσ )
abboccatura (θηλ.ουσ)
abbocconare (ρ. μτβ.)
abbonacciamento (ουσ αρσ )
abbonacciare (ρ.αμτβ.)
abbonacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
abbonamento (ουσ αρσ )
abbonare (ρ. μτβ.)
abbonarsi (ρ. μ. αμτβ.)
abbonato (αρσ. επίθ και ουσ)
abbondante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abbondantemente (επίρ.)
abbondanza (θηλ.ουσ)
abbondare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---