Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ιταλοελληνικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό
abboccatóio
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά
I.P.A.
:
[abbokkaˈtojo]
στόμα
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< abboccato
abboccatura >>
Sfoglia il dizionario
A
B
C
D
E
F
G
H
I
J
K
L
M
N
O
P
Q
R
S
T
U
V
W
X
Y
Z
abbittare
(ρ. μτβ.)
abboccamento
(ουσ αρσ )
abboccare
(ρ.αμτβ.)
abboccarsi
(ρ.μ. (αντων.))
abboccato
(επίθ.)
abboccatoio
(ουσ αρσ )
abboccatura
(θηλ.ουσ)
abbocconare
(ρ. μτβ.)
abbonacciamento
(ουσ αρσ )
abbonacciare
(ρ.αμτβ.)
abbonacciarsi
(ρ.μ. (αντων.))
abbonamento
(ουσ αρσ )
abbonare
(ρ. μτβ.)
abbonarsi
(ρ. μ. αμτβ.)
abbonato
(αρσ. επίθ και ουσ)
abbondante
(αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
abbondantemente
(επίρ.)
abbondanza
(θηλ.ουσ)
abbondare
(ρ.αμτβ.)
abbondevole
(επίθ.)
Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis