Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γδύνομαι (-) γειτονικώτερος [επίθ.]
γδύνω {έγδυσα, γ... γειτόνισσα {γειτονισσ...
γδύσιμο [ουσ ουδ.] γείτων {γείτ-ονος...
γδυτός [επίθ.] γειώνω {γείω-σα, ...
γεγονός {γεγονότ-ο... γείωση {-ης κ. -ώ...
γεγονότα [ουσ ουδ πληθ.] γελάδα [θηλ.ουσ]
Γέεννα {χωρ. πληθ... γελαδάρης [ουσ αρσ ]
γεια! [επιφ.] γελαδάρισσα {δύσχρ. γε...
γειρτός [επίθ.] γελαδήσιος [επίθ.]
γείσο [ουσ ουδ.] γελαδινός [επίθ.]
γείσωμα [ουσ ουδ.] γελαδίσιος [επίθ.]
γειτνιάζω {γειτνίασα... γελαδίτσα [θηλ.ουσ]
γειτνιάζων [επίθ.] γελαδοβοσκός [ουσ αρσ ]
γειτνίαση [θηλ.ουσ] γελασμένος [επίθ.]
γείτονας {γειτόνων} γελαστής [ουσ αρσ ]
γειτόνεμα [ουσ ουδ.] γελαστός [επίθ.]
γείτονες [ουσ αρσ πληθ.] γελάω (-)
γειτονεύω {μόνο σε ε... γελέκι [ουσ ουδ.]
γειτονιά [θηλ.ουσ] γελέκο [ουσ ουδ.]
γειτονία {χωρ. πληθ... γελιέμαι (γελάστηκα...
γειτονικά [επίρ.] γέλιο [ουσ ουδ.]
γειτονικός [επίθ.] γελοιογραφημένος [επίθ.]
γειτονικότατος [επίθ.] γελοιογραφία {γελοιογρα...
γειτονικότερος [επίθ.] γελοιογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
γειτονικώτατος [επίθ.] γελοιοποιημένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: