Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γειτονεύω  
ρήμα αμετάβατο

1 persona e`ssere vici`no di casa; abita`re nelle vicina`nze
2 paesi confina`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γείτονες γειτονιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---