Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γειτονιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 quartie`re ~m~; rio`ne ~m~ μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά==siamo cresciuti nello stesso rione | λαϊκές γειτονιές==quartieri popolari
2 vicina`to ~m~; vici`ni ~mp~ di casa όλη η γειτονιά άκουσε τις φωνές μας==tutto il vicinato ha sentito le nostre grida

γειτονία
ουσιαστικό θηλυκό

vicina`to ~m~; l'e`ssere vici`ni σχέσεις καλής γειτονίας==rapporti di buon vicinato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γειτονεύω γειτονικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---