Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεγονός  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 fatto ~m~, vice`nda ~m~, avvenime`nto ~m~; eve`nto ~m~ ιστορικά γεγονότα==avvenimenti, fatti storici | το γεγονός της χρονιάς==l'avvenimento dell'anno | σχολιάζω τα γεγονότα της ημέρας==commentare i fatti del giorno | φέρνω κάποιον προ τετελεσμένου γεγονότος==mettere qualcuno di fronte al fatto compiuto | ας περιοριστούμε στα γεγονότα==atteniamoci ai fatti
2 fatto ~m~ certo, sicu`ro είναι πλέον γεγονός ότι χωρίζουν==è ormai certo che divorziano
3 dato ~m~ di fatto γεγονός είναι ότι η πολλή δουλειά εξαντλεί==è un dato di fatto, sta di fatto, il fatto è che il troppo lavoro esaurisce

γεγονότα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 eleme`nti ~mp~
2 dati ~mp~ di fatto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γδυτός Γέεννα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το τελεσμένο γεγονός = fatto [αρσ.] compiuto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---