Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διακονιάρης {διακονιάρ... διακοσιοστός [επίθ.]
διακονιάρισσα {διακονιαρ... διακοσμημένος [επίθ.]
διακονικό [θηλ.ουσ] διακόσμηση {-ης κ. -ή...
διακονικός [επίθ.] διακοσμητής [ουσ αρσ ]
διακόνισσα {διακονισσ... διακοσμητικός [επίθ.]
διάκονος {διακόν-ου... διακοσμήτρια {διακοσμητ...
διακονώ {διακονείς... διάκοσμος {διακόσμου...
διακοπείς [επίθ.] διακοσμώ {διακοσμεί...
διακοπές [θηλ. ουσ πληθ.] διακόσοι [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
διακοπή [θηλ.ουσ] διακρατικός [επίθ.]
διακόπτης {διακοπτών... διακριβωμένος [επίθ.]
διακόπτομαι Ρ αόρ. διέ... διακριβώνω {διακρίβω-...
διακοπτόμενος [επίθ.] διακρίβωση [θηλ.ουσ]
διακόπτω {διέκοψα, ... διακρίνομαι Ρ πρτ. και...
Διακόπτων [επίθ.] διακρινόμενος [επίθ.]
διακορευμένος [επίθ.] διακρίνω {διέκρινα,...
διακόρευση [θηλ.ουσ] διακρίνων [επίθ.]
διακορευτής [ουσ αρσ ] διάκριση {-ης κ. -ί...
διακορεύω {διακόρευσ... διάκρισις [θηλ.ουσ]
διάκος [ουσ αρσ ] διακριτικά [επίρ.]
διακόσα [ουσ ουδ.] διακριτικά [ουσ ουδ πληθ.]
διακοσαριά {χωρ. πληθ... διακριτικός [επίθ.]
διακόσια [ουσ ουδ.] διακριτικότατος [επίθ.]
διακοσιετηρίδα [θηλ.ουσ] διακριτικότερος [επίθ.]
διακόσιοι {διακοσίων... διακριτικότητα {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: