Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιακοσμητικός
επίθετο 1 ornamenta`le; di arredame`nto διακοσμητικά φυτά==piante ornamentali 2 ((per estensione)) decorati`vo παίζω καθαρά διακοσμητικό ρόλο==ricoprire un ruolo puramente decorativo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |