Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακοσμητής  
ουσιαστικό αρσενικό

arredato`re ~m~; decorato`re ~m~

διακοσμήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [διακοσμητής ^-ή, ο^]
2 arredatri`ce ~f~; decoratri`ce ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακόσμηση διακοσμητικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---