Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάκριση
ουσιαστικό θηλυκό 1 distinzio`ne ~f~ δεν κάνω διακρίσεις==non faccio distinzioni 2 φυλετική discriminazio`ne ~f~ φυλετικές διακρίσεις==discriminazioni razziali 3 riconoscime`nto ~m~ πέτυχε διεθνείς διακρίσεις==ha ottenuto riconoscimenti internazionali+++είμαι στη διάκριση κάποιου==essere alla mercé di qualcuno διάκρισις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [διάκριση ^-ης, η^] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη φυλετική διάκριση = discriminazione [θηλ.] razziale Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |