Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακυβεύω  
ρήμα μεταβατικό

me`ttere in gio`co; me`ttere a ri`schio; arrischia`re διακυβεύω την υπόληψή μου==mettere in gioco la propria reputazione | διακυβεύω το μέλλον μου==mettere in gioco il proprio futuro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακύβευση διακυμαίνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---