Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακύμανση  
ουσιαστικό θηλυκό

fluttuazio`ne ~f~; oscillazio`ne ~f~ διακυμάνσεις της τιμής τον πετρελαίου==la fluttuazione del prezzo del petrolio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακυμαινόμενος διακυττάριος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---