Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακόσμηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 decorazio`ne ~f~; orname`nto ~m~ αναλαμβάνω εγώ τη διακόσμηση της αίθουσας==mi occupo io della decorazione della sala
2 arredame`nto ~m~ μοντέρνα διακόσμηση==arredamento moderno | περιοδικό διακόσμησης==rivista di arredamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακοσμημένος διακοσμητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---