Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάκοσμος  
ουσιαστικό αρσενικό

arredame`nto ~m~; arre`do ~m~ σκηνικός διάκοσμος==arredamento teatrale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακοσμήτρια διακοσμώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---