Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακόνισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [διάκονος ^-ου, ο^]
2 ecclesiastico diacone`ssa ~f~

διάκονος  
ουσιαστικό αρσενικό

ecclesiastico dia`cono ~m~

διάκος
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [διάκονος ^-ου, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακονικός διακονώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---