Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιακονιάρα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [διακονιάρης] διακονιάρης ουσιαστικό αρσενικό 1 accatto`ne ~m~ 2 mendica`nte ~m~ 3 me`ndico ~m~ διακονιάρισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [διακονιάρης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |