Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακοπές
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

fe`rie ~fp~; vaca`nze ~fp~ διακοπές Πάσχα==le vacanze di Pasqua | θερινές διακοπές==vacanze estive | διακοπές Χριστουγέννων==le vacanze di Natale

διακοπή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 interruzio`ne ~f~; sospensio`ne ~f~ διακοπή ρεύματος==interruzione della corrente elettrica | διακοπή δίκης==sospensione del processo | διακοπή εργασιών==sospensione dei lavori | χωρίς διακοπή==senza interruzione, ininterrottamente | με διακοπές==con interruzioni
2 vaca`nza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακοπείς διακόπτης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σέ διακοπές = in villeggiatura || χωρίς διακοπή = senza sosta || οι διακοπές [f.] = vacanze [θηλ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---