Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακοπτόμενος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [διακόπτω]
2 disconti`nuo
3 intermitte`nte
4 a intermitte`nza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακόπτομαι διακόπτω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---