Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακόπτομαι
ρήμα παθητικό

ferma`rsi

διακόπτω  
ρήμα μεταβατικό

interro`mpere, sospe`ndere διακόπτουμε το πρόγραμμά μας για…==interrompiamo le nostre trasmissioni per… | μπορώ να σε διακόψω; ==posso interromperti?

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακόπτης διακοπτόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---