Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακονία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 servi`zio ~m~ στη διακονία της τέχνης==al servizio dell'arte
2 ecclesiastico diaconi`a ~f~

διακονιά  
ουσιαστικό θηλυκό

((popolare)) il mendica`re; il chie`dere l'elemo`sina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακονεύω διακονιάρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---