Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακομίζω  
ρήμα μεταβατικό

trasporta`re; trasferi`re διακόμισαν τους τραυματίες στο πλησιέστερο νοσοκομείο==trasportarono i feriti all'ospedale più vicino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακομιδή διακομματικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---