Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιακομίζω
ρήμα μεταβατικό trasporta`re; trasferi`re διακόμισαν τους τραυματίες στο πλησιέστερο νοσοκομείο==trasportarono i feriti all'ospedale più vicino permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |