Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακλάδωση  
ουσιαστικό θηλυκό

diramazio`ne ~f~; biforcazio`ne ~f~ διακλαδώσεις υπονόμου==le diramazioni di una fogna | διακλάδωση σιδηροδρομικής γραμμής==diramazione di una linea ferroviaria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακλαδώνω διακοινοτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---