Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διακλαδώνομαι  
ρήμα παθητικό

1 bipartirsi
2 dipartirsi
3 diramarsi
4 ramificare
5 ramificarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διακλαδωμένος διακλαδώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---