Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κυρηναϊκός [επίθ.] κυριολεξία {χωρ. πληθ...
κύρης {κύρηδες} κύριος [επίθ.]
κυρία {κυριών} κύριος {κυρί-ου |...
κυριακάτικος [επίθ.] κυ§ριό§τα§τος [επίθ.]
Κυριακή [θηλ.ουσ] κυ§ριό§τε§ρος [επίθ.]
Κυριακή [κύρ.όν. θηλ.] κυριότερος [επίθ.]
κυριαρχημένος [επίθ.] κυριότητα {χωρ. πληθ...
κυριάρχηση [θηλ.ουσ] κυρίως [επίρ.]
κυριαρχία {χωρ. πληθ... κυ§ριώ§τα§τος [επίθ.]
κυριαρχικά [επίρ.] κυ§ριώ§τε§ρος [επίθ.]
κυριαρχικός [επίθ.] κυρός [ουσ αρσ ]
κυρίαρχος [επίθ.] κύρος {κύρους | ...
κυριαρχώ {κυριαρχεί... κυρτός [επίθ.]
κυριαρχών [επίθ.] κυρτότητα [θηλ.ουσ]
κυριεύγω [ρ. μτβ.] κύρτωμα {κυρτώμ-ατ...
κυριευμένος [επίθ.] κυρτωμένος [επίθ.]
κυρίευση [θηλ.ουσ] κυρτώνω {κύρτω-σα,...
κυριεύσιμος [επίθ.] κύρτωση [θηλ.ουσ]
κυριεύω {κυρίευ-σα... κυρωμένος [επίθ.]
κυριλέ [επίθ.] κυρώνω {κύρω-σα, ...
κυριλλικός [επίθ.] κύρωση {-ης κ. -ώ...
κυριολεκτικά [επίρ.] κυστεκτομή [θηλ.ουσ]
κυριολεκτικός [επίθ.] κυστεκτομία [θηλ.ουσ]
κυριολεκτώ {κυριολεκτ... κυστεοσκόπηση {-ης κ. -ή...
κυριολεκτών [επίθ.] κυστεοσκοπία [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: