Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καμαρώνω {καμάρωσα}... καμιονέτα {δύσχρ. κα...
καμαρωτός {1} [επίθ.] καμιόνι {καμιον-ιο...
καμαρωτός {2} [επίθ.] κάμνω [ρ. μτβ.]
καματεύω {καμάτευσα... καμόρα [θηλ.ουσ]
κάματος {καμάτ-ου ... καμουτσίκι {καμουτσικ...
καμβάς {καμβάδες} καμουτσικιά [θηλ.ουσ]
καμέλια {καμελιών} καμουφλάζ [ουσ ουδ.]
καμένος [επίθ.] καμουφλάρισμα [ουσ ουδ.]
κάμερα {χωρ. γεν.... καμουφλαρισμένος [επίθ.]
κάμερα {2} {χωρ. γεν.... καμουφλάρομαι [ρ. παθ.]
καμέραμαν [ουσ αρσ ] καμουφλάρω {καμουφλάρ...
καμήλα {καμηλών} καμπάνα {καμπάνων}
καμηλιέρης {καμηλιέρη... καμπανάκι {χωρ. γεν....
καμηλό [επίθ.] καμπαναριό [ουσ ουδ.]
καμηλό [ουσ ουδ.] καμπάνια {χωρ. γεν....
καμηλοπάρδαλη {καμηλοπαρ... καμπανίζω {καμπάνισα...
κάμηλος {καμήλ-ου ... καμπάνισμα [ουσ ουδ.]
καμιά [αντων.] καμπανιστός [επίθ.]
καμικάζι [ουσ αρσ ] καμπανίτης {καμπανντώ...
καμινάδα [θηλ.ουσ] καμπανίτσα [θηλ.ουσ]
καμινάρης {καμινάρηδ... καμπανοειδής [επίθ.]
καμινέτο [ουσ ουδ.] καμπανούλα {χωρ. γεν....
καμινευτής [ουσ αρσ ] καμπαρέ [ουσ ουδ.]
καμινεύω {καμίν-εψα... καμπαρντίνα {καμπαρντι...
καμίνι {καμιν-ιού... καμπή [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: