Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξοργιστικός [επίθ.] εξοστρακίζομαι [ρ. παθ.]
εξορία, εξοριά {εξοριών} εξοστρακίζω (εξοστράκ-...
εξορίζομαι [ρ. παθ.] εξοστρακισμός [ουσ αρσ ]
εξορίζω {εξόρισ-α,... εξόστωση [θηλ.ουσ]
εξόριση [θηλ.ουσ] εξουδετερωμένος [επίθ.]
εξόρισθος [επίθ.] εξουδετερώνομαι [ρ. παθ.]
εξόρισις [θηλ.ουσ] εξουδετερώνω {εξουδετέρ...
εξορισμένος [επίθ.] εξουδετέρωση [θηλ.ουσ]
εξορισμός [ουσ αρσ ] εξουδετερωτής [επίθ.]
εξόριστος [επίθ.] εξουθενωμένος [επίθ.]
εξορκίζομαι [ρ. παθ.] εξουθενώνομαι [ρ. παθ.]
εξορκίζω {εξόρκισ-α... εξουθενώνω {εξουθένω-...
εξόρκιση [θηλ.ουσ] εξουθένωση {-ης κ. -ώ...
εξορκισμός [ουσ αρσ ] εξουθενωτικός [επίθ.]
εξορκιστέος [επίθ.] εξουρία [θηλ.ουσ]
εξορκιστής [ουσ αρσ ] εξουρίζω [ρ. μτβ.]
εξορκιστικός [επίθ.] εξουσά [θηλ.ουσ]
εξορκίστρια [θηλ.ουσ] εξουσία, εξουσιά {εξουσιών}
εξορμάω [ρ.αμτβ.] εξουσιάζομαι [ρ. παθ.]
εξόρμηση {-ης κ. -ή... εξουσιάζω {εξουσίασα...
εξορμώ {εξορμάς..... εξουσιαστής [ουσ αρσ ]
εξόρυξη {-ης κ. -ύ... εξουσιαστικός [επίθ.]
εξορύσσομαι [ρ. παθ.] εξουσιάστρα [θηλ.ουσ]
εξορύσσω {εξόρυ-ξα,... εξουσιάστρια [θηλ.ουσ]
εξοσία [θηλ.ουσ] εξουσιοδοτημένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: