Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξορκίζομαι
ρήμα παθητικό


εξορκίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 esorcizza`re εξορκίζω το κακό πνεύμα == esorcizzare uno spirito malefico | εξορκίζω έναν δαιμoνισμένo == esorcizzare un indemoniato
2 scongiura`re σ'εξορκίζω, μην το πεις πoυθενά! == ti scongiuro di non dirlo a nessuno!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξόριστος εξόρκιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---