Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξόρμηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 atta`cco ~m~, sorti`ta ~f~
2 campagna εξόρμηση για την οικονομική ενίσχύση κόμματος == campagna per la raccolta di fondi a favore di un partito politico
3 ((per estensione)) usci`ta ~f~, sorti`ta ~f~ η βραδινή εξόρμηση των Αθηναίων == l'uscita serale degli ateniesi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξορμάω εξορμώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---