Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξουδετέρωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 neutralizzazio`ne ~f~ εξουδετέρωση εχθρικής επίθεσης == neutralizzazione di un attacco nemico 2 di meccanismo esplosivo disinne`sco ~m~ εξουδετέρωση βόμβας == disinnesco di una bomba permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |