Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξουσιαστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 dominato`re ~m~
2 padro`ne ~m~
3 reggito`re ~m~

εξουσιάστρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile popolare di [εξουσιαστής ^-ή, ο^]

εξουσιάστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [εξουσιαστής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξουσιάζω εξουσιαστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---