Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξοφλημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [εξοφλώ]
2 corrispo`sto
3 esti`nto
4 soddisfa`tto
5 per quieta`nza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξοφληθείς εξόφληση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---