Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξοχή
ουσιαστικό θηλυκό 1 campa`gna ~f~ ένας περίπατος στην εξoχή == una passeggiata in campagna | η ζωή στην εξoχή == la vita campestre 2 villeggiatu`ra ~f~, vaca`nza ~f~ πού πήγες εξοχή; == dove sei andato in villeggiatura? 3 sporge`nza ~f~, protubera`nza ~f~ permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμένω στην εξοχή = abitare in campagna || στην εξοχή = in campagna Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |