Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεξπέρ
επίθετο 1 a`bile, espe`rto εξπέρ στις απάτες == abile truffatore | στις ψευτιές είναι εξπέρ, κι από τούς λίγούς μάλιστα == nell'arte di mentire è un esperto come pochi 2 intendito`re, conoscito`re, ci`ma ~f~ είναι εξπέρ στα κρασιά == è un intenditore / conoscitore di vini | είναι εξπέρ στα μαθηματικά == è una cima in matematica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |